Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διανομή

См. также в других словарях:

  • διανομή — distribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • διανομή — η το μοίρασμα και η παράδοση αντικειμένων στους δικαιούχους: Η διανομή της περιουσίας του στους κληρονόμους ήταν απόλυτα δίκαιη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανομῇ — διανομῆι , διανομεύς distributor masc dat sg (epic ionic) διανομή distribution fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομαῖς — διανομή distribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομαί — διανομή distribution fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομήν — διανομή distribution fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομῶν — διανομή distribution fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • αναδιανομή — η 1. η εκ νέου διανομή, ανακατανομή 2. (Οικον.) (ή ανακατανομή τού εισοδήματος) η δικαιότερη διανομή τού εισοδήματος μεταξύ τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων τού πληθυσμού με σκοπό τη μείωση τής απόστασης που χωρίζει τους πολύ πλούσιους από τους… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»